- αιματόχρωμος
- -η, -οαυτός που έχει το χρώμα τού αίματος, κόκκινος σαν το αίμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιμάτινος — η, ο (Α αἱμάτινος, ίνη, ινον) [αἷμα] αυτός που αποτελείται από αίμα, ο αιματώδης μσν. νεοελλ. αιματηρός, οδυνηρός («αιμάτινα δάκρυα») αρχ. (για το γυαλί) αιματόχρωμος, κόκκινος … Dictionary of Greek
αιμαλέος — αἱμαλέος, α, ον (Α) [αἷμα] αιματώδης, αιματόχρωμος … Dictionary of Greek
αιματωπός — αἱματωπός, όν (Α) [αἷμα] 1. ο κηλιδωμένος με αίμα 2. αιματόχρωμος, αιματώδης … Dictionary of Greek
αιματόεις — αἱματόεις, εσσα, εν και (συνηρ.) τοῡς, τοῡσσα, τοῡν (Α) [αἷμα] 1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός 2. αιματόχρωμος, κόκκινος 3. αιμάτινος, από αίμα 4. αιματώδης, φονικός … Dictionary of Greek
αιματόχρους — ουν ο αιματόχρωμος … Dictionary of Greek
αιμοφανής — αἱμοφανὴς ( οῡς), ὲς (Μ) (για μάτια) αιματόχρωμος, αιματώδης, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + φανὴς < ἐφάνην, αόρ. τού ρ. φαίνομαι] … Dictionary of Greek
αιμοχροώδης — αἱμοχροώδης, ες (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος, ο αιματόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + *χροώδης < χροιὰ + ώδης] … Dictionary of Greek
αιμώνιος — αἱμώνιος, ον (Α) [αἵμων] (συνήθως για τα σύκα) ο κόκκινος σαν αίμα, αιματόχρωμος στην Πάρο σήμερα αιμωνιό, είδος σύκου με κατακόκκινη σάρκα και κοκκινωπό φλοιό (πιθ. τα «αἱμώνια σῡκα» τού Αθήναιου 3, 76b) … Dictionary of Greek
εναιμώδης — ἐναιμώδης, ες (Α) ο γεμάτος ή όμοιος με αίμα, αιματώδης, αιματόχρωμος … Dictionary of Greek
φοίνιος — ία, ον, θηλ. και ος, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει το βαθυκόκκινο χρώμα τού αίματος, αιματόχρωμος 2. αυτός που επιφέρει θάνατο, θανατηφόρος («χεῑρα φοινίαν», Σοφ.) 3. αιμοχαρής («φοινίαν Σκύλλαν», Αισχύλ.) 4. φρ. «φοίνιος σάλος» μτφ. λοιμός… … Dictionary of Greek